μιλφοί

μιλφοί
μιλφός
one who suffers from
masc nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • μίλφοι — μίλφοι, οἱ (Α) οι βλεφαρίδες που πέφτουν κατά τη μίλφωση. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.] …   Dictionary of Greek

  • μίλφους — μίλφοι one who suffers from masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μίλφωση — η (Α μίλφωσις) ασθένεια κατά την οποία πέφτουν οι βλεφαρίδες, η μαδάρωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < μίλφοι + ωσις (πρβλ. ἕλκ ωσις, ἴλλ ωσις), μέσω ενός αμάρτυρου ρ. *μιλφῶ] …   Dictionary of Greek

  • μιλφός — μιλφός, ὁ (Α) αυτός που πάσχει από μίλφωση. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. ενός αμάρτυρου ρ. *μιλφῶ (< μίλφοι, πρβλ. μίλφωσις)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”